Οἴακας

Οἴακας
Οἴαξ
handle of rudder
masc acc pl
Οἶαξ
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οίακας — ο βλ. οίαξ …   Dictionary of Greek

  • οἴακας — οἴᾱκας , οἴαξ handle of rudder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • οιακοδείκτης — ο ναυτ. όργανο το οποίο δείχνει τον αριθμό τών μοιρών τής γωνίας την οποία σχηματίζει ο οίακας σε σχέση με τον διαμήκη άξονα τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος, «τιμόνι» + δείκτης] …   Dictionary of Greek

  • πηδόκρανο — το, Ν ναυτ. το ανώτατο άκρο τού πηδαλίου μικρού σκάφους, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται ο οίακας, το διάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδόν + κρανον (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”